κουκιοφόρος — κουκιοφόρος, ον (Α) φρ. «κουκιοφόρον δένδρον» το δέντρο κούκι, ο κοκοφοίνικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦκι + συνδ. φωνήεν ο + φόρος (< φέρω), πρβλ. κεραιο φόρος, κυλικο φόρος] … Dictionary of Greek
κούκι — κοῡκι, εως, τὸ (Α) το φυτό υφαντική η θηβαϊκή, ο κοκοφοίνικας, κόιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. πιθ. αιγυπτ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
ναργέλλιον — ναργέλλιον, τὸ και, δ. γρφ., ἀργέλλια, τὰ (Μ) κοκοφοίνικας, καρύδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < περσ. nārgīl «ινδική καρύδα»] … Dictionary of Greek
φοινικοκαρύα — και φοινικοκαρυά, η, Ν βοτ. κοκοφοίνικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος δένδρου» + καρύα / καρυά] … Dictionary of Greek
φοινικόδενδρο — το, Ν 1. ο φοίνικας 2. ο κοκοφοίνικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος δένδρου» + δέντρο. Η λ., στον λόγιο τ. φοινικόδενδρον, μαρτυρείται από το 1886 στον Κ. Χ. Μεταξά] … Dictionary of Greek
Νέα Γουϊνέα — (μαλαϊκά Ιριάν, αγγλ. New Guinea). Νησί (785.000 τ. χλμ.), το μεγαλύτερο του Ειρηνικού ωκεανού και το δεύτερο του κόσμου μετά τη Γροιλανδία. Βρίσκεται στα Β της Αυστραλίας (πιθανότατα αποτελούσε μέρος της έως την πλειστόκαινο εποχή), από την… … Dictionary of Greek
φοινικοκαρυά — η άλλη ονομασία του φυτού κοκοφοίνικας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)