κοκοφοίνικας

κοκοφοίνικας
Βλ. λ. κοκκοφοίνικας.
* * *
ο
βοτ. κοινή ονομασία τού δέντρου Cocos nucifera, που ανήκει την οικογένεια φοινικίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coconut palm. Η λ. είναι νόθο σύνθ. το οποίο ως προς το α' συνθετικό είναι μεταφορά (κοκό* < αγγλ. coco) και ως προς το β' συνθετικό απόδοση στην ελλ. (palm «φοίνικας»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουκιοφόρος — κουκιοφόρος, ον (Α) φρ. «κουκιοφόρον δένδρον» το δέντρο κούκι, ο κοκοφοίνικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦκι + συνδ. φωνήεν ο + φόρος (< φέρω), πρβλ. κεραιο φόρος, κυλικο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κούκι — κοῡκι, εως, τὸ (Α) το φυτό υφαντική η θηβαϊκή, ο κοκοφοίνικας, κόιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. πιθ. αιγυπτ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • ναργέλλιον — ναργέλλιον, τὸ και, δ. γρφ., ἀργέλλια, τὰ (Μ) κοκοφοίνικας, καρύδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < περσ. nārgīl «ινδική καρύδα»] …   Dictionary of Greek

  • φοινικοκαρύα — και φοινικοκαρυά, η, Ν βοτ. κοκοφοίνικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος δένδρου» + καρύα / καρυά] …   Dictionary of Greek

  • φοινικόδενδρο — το, Ν 1. ο φοίνικας 2. ο κοκοφοίνικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος δένδρου» + δέντρο. Η λ., στον λόγιο τ. φοινικόδενδρον, μαρτυρείται από το 1886 στον Κ. Χ. Μεταξά] …   Dictionary of Greek

  • Νέα Γουϊνέα — (μαλαϊκά Ιριάν, αγγλ. New Guinea). Νησί (785.000 τ. χλμ.), το μεγαλύτερο του Ειρηνικού ωκεανού και το δεύτερο του κόσμου μετά τη Γροιλανδία. Βρίσκεται στα Β της Αυστραλίας (πιθανότατα αποτελούσε μέρος της έως την πλειστόκαινο εποχή), από την… …   Dictionary of Greek

  • φοινικοκαρυά — η άλλη ονομασία του φυτού κοκοφοίνικας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”